Ούτε με το μονοπωλιακό κεφάλαιο ούτε με τους μεγαλογαιοκτήμονες της υπαίθρου (σχετικά με τις αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ινδία)
Στις 26 Νοεμβρίου του 2020, σχεδόν 250 εκατομμύρια Ινδοί κατέβηκαν σε ολοήμερη απεργία. Η μέρα εκείνη ονομάστηκε “η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία”. Η απεργία ήταν μία άμεση απάντηση στις πρόσφατες αντιδραστικές αλλαγές στην εργατική νομοθεσία. Πριν τις αλλαγές, τα εργοστάσια που απασχολούσαν πάνω από 100 εργάτες ήταν υποχρεωμένα να πάρουν έγκριση από το κράτος προτού κάνουν απολύσεις, πλέον μπορούν να απολύουν ελεύθερα.
Μία σημαντική πληροφορία που διαφοροποιεί την συγκεκριμένη γενική απεργία από τις υπόλοιπες είναι ότι είχε προκαθορισμένη διάρκεια μίας ημέρας, πράγμα το οποίο ξεκαθάριζε από την αρχή πως η απεργία δεν θα συνεχιστεί και τις επόμενες μέρες. Τέτοιου είδους απεργίες, δηλαδή περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα παρά μαχητικού, δεν είναι ικανές να ανατρέψουν τους ταξικούς συσχετισμούς και λειτουργούν περισσότερο ως “βαλβίδες αποσυμπίεσης” που ξεφουσκώνουν την οργή και την αγανάκτηση της εργατικής τάξης.
Η απεργία οργανώθηκε από διάφορους συνασπισμούς μεταξύ πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων. Οι πιο αριστερές και μάχιμες μερίδες των συμμετεχόντων πάλευαν ενάντια στην χρονική οριοθέτησή της και υπέρ της μετατροπής της σε πραγματικό όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης.
Σχεδόν ταυτόχρονα με την εργατική απεργία, χιλιάδες αγρότες διαδήλωσαν στη Καλκούτα, κατακλύζοντας τους δρόμους της ινδικής μεγαλούπολης. Από τότε έως σήμερα έχουν ακολουθήσει μια σειρά από αγροτικές κινητοποιήσεις με ημερομηνία κλιμάκωσής τους τη σημερινή, 26 Ιανουαρίου 2021, ημέρα Επετείου της Δημοκρατίας στην Ινδία. Ενεργό ρόλο στις αγροτικές κινητοποιήσεις έχουν τα σοσιαλδημοκρατικά ΚΚΙ και ΚΚ Ινδίας (Μαρξιστικό). Πιο πρόσφατα οι κινητοποιήσεις υποστηρίχθηκαν και από το ρεβιζιονιστικό ΚΚΙ (ΜΛ)-Απελευθέρωση, το οποίο συμμετέχει και αυτό με τον τρόπο του. Το γεγονός που κινητοποίησε τις αγροτικές διαδηλώσεις ήταν η ψήφιση τριών νόμων τον Ιούνιο του 2020 από την κυβέρνηση του φασίστα Μόντι. Οι τρεις αυτές αποφάσεις περιλαμβάνουν:
1. τη Διάταξη για το εμπόριο των γεωργικών προϊόντων (Farming Produce Trade and Commerce Ordinance), η οποία “απελευθερώνει την αγορά”, δηλαδή επεκτείνει το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και έξω από τις συγκεκριμένες αγορές (mandis) που ορίζονται από την κρατική Επιτροπή για την Πώληση των Αγροτικών Προϊόντων (APMC) και μετατρέπει “κάθε μέρος παραγωγής, συλλογής και αποθήκευσης προϊόντος” σε “άτυπη πρώτη αγορά”. Αυτή η ρύθμιση επιτρέπει στους αγοραστές ιδιώτες να αγοράζουν κατευθείαν από τους αγρότες, χωρίς την διαμεσολάβηση του κράτους, έξω από το σύστημα των mandis της APMC.
2. τον Νόμο για την ενδυνάμωση και προστασία του αγροτικού πληθυσμού (Farmers’ Empowerment and Protection Agreement on Price Assurance and Farm Services Act), που παρέχει το νομικό πλαίσιο απελευθέρωσης της μετά-σύμβασης αγροτικής καλλιέργειας (contract farming), δηλαδή επιτρέπει στους αγοραστές να καθορίζουν από πριν την παραγωγή μέσω σύμβασης. Εν ολίγοις, οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις θα αποφασίζουν εκ των προτέρων την ποικιλία του σπόρου, την ποσότητα της καλλιέργειας καθώς και την τιμή αγοράς.
3. τον Νόμο περί των
βασικών αγροτικών προϊόντων (Essential Commodities Act), που επιτρέπει την
υπερσυγκέντρωση προϊόντος στις αποθήκες των μεγάλων καλλιεργητών. Αυτός ο νόμος
καταργεί τον παλιότερο Νόμο περί των βασικών προϊόντων (του 1955) που
οριοθετούσε το μέχρι πόσο προϊόν μπορεί να αποθηκεύσει ένας καλλιεργητής.
Οι τωρινές κινητοποιήσεις έχουν τροφοδοτηθεί κυρίως από τους πρώτους δύο νόμους, οι οποίοι καταργούν τον θεσμό της Ελάχιστης Τιμής Στήριξης (ΕΤΣ), ο οποίος θεσπίστηκε κατά την διάρκεια της “Πράσινης Επανάστασης” της κυβέρνησης Ίντιρα Γκάντι, μια σειρά αγροτικών μεταρρυθμίσεων που απέβλεπαν στην συνολικότερη αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής παραγωγής ανάλογα με τις τότε ανάγκες της ινδικής άρχουσας τάξης.
Κάθε δύο χρόνια ορίζεται μία Ελάχιστη Τιμή Στήριξης για 23 διαφορετικούς σπόρους (κυρίως ρύζι και σιτάρι) και κάτω από αυτήν την τιμή δεν μπορεί να πουληθεί το προϊόν στις κρατικές αγορές της APMC. Κάθε φορά που η Επιτροπή καλείται να ορίσει ΕΤΣ συνυπολογίζει ορισμένους παράγοντες: το κόστος παραγωγής (κόστη συντήρησης μηχανημάτων, μισθοί εργατών κ.α.), ένα ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο το οποίο πρέπει να επανεπενδυθεί στην παραγωγή και διάφορα “εξωτερικά έξοδα” όπως τόκους και ενοίκια. Με αυτόν τον τρόπο, οι αγρότες που πουλούσαν το προϊόν τους στις mandis μπορούσαν να συσσωρεύουν τεράστια κέρδη, με ποσοστό κέρδους 3-5 φορές πάνω από το μέσο ποσοστό κέρδους της ινδικής οικονομίας. Το ινδικό κράτος αγόραζε σε αυτήν την συμφωνημένη τιμή το προϊόν έτσι ώστε να διασφαλίζονται τα κέρδη εκείνης της συγκεκριμένης μερίδας των αγροτών.
Ενώ οι τρεις αυτοί νόμοι δεν αναφέρονται άμεσα στην ΕΤΣ, οι δύο πρώτοι λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε επί της ουσίας να την καταργούν. Ο πρώτος νόμος επιτρέπει στους ιδιώτες αγοραστές, δηλαδή τα μεγάλα επιχειρηματικά μονοπώλια, να αγοράζουν το προϊόν απευθείας από την παραγωγή, χωρίς την διαμεσολάβηση των mandis και του κράτους, εν τέλει καθιστώντας την ΕΤΣ άχρηστη. Ο δεύτερος νόμος επιτρέπει στα ίδια επιχειρηματικά μονοπώλια να προκαθορίζουν την παραγωγή μέσω συμβάσεων, φυσικά παρακάμπτοντας πλήρως την ΕΤΣ. Οι αγρότες που διαδηλώνουν φοβούνται πως μία τέτοια καταστρατήγηση της ΕΤΣ θα ρίξει τις τιμές σε τέτοιο βαθμό που θα τους καθιστά απολύτως ευάλωτους απέναντι στα εχθρικά μονοπώλια που κοιτάνε να τους καταβροχθίσουν.
Οι συγκεκριμένες αγροτικές κινητοποιήσεις έχουν τα δικά τους αιτήματα τα οποία είναι ξεχωριστά από εκείνα των απεργών εργατών. Τα δύο αυτά ξεχωριστά κινήματα δεν θα πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους και να αντιμετωπίζονται ως ένα. Σε μία πρόσφατη συνέντευξη, ο “μαρξιστής” οικονομολόγος Richard Wolff δήλωσε τα εξής: “Ακόμα πιο αξιομνημόνευτο ήταν το γεγονός πως οι απεργοί εργάτες συμπορεύτηκαν μαζί με οργανώσεις των αγροτών – και θυμηθείτε, η Ινδία παραμένει κατά βάση μια αγροτική χώρα – έτσι, οι περισσότερες αγροτικές οργανώσεις δρουν από κοινού με τα εργατικά σωματεία.” Στην Ελλάδα, η ίδια ταύτιση παρατηρείται σε κείμενα διαφόρων οργανώσεων και κομμάτων. Από το σοσιαλδημοκρατικό ΚΚΕ, αδελφό κόμμα του ΚΚ Ινδίας (Μαρξιστικό) και συχνά συνεργαζόμενο με το ΚΚΙ, μέχρι τους οπορτουνιστές του Μ-Λ ΚΚΕ και ΚΚΕ (μ-λ), όλοι τους βάλθηκαν να υποστηρίξουν άκριτα τις αγροτικές κινητοποιήσεις, ταυτίζοντάς τες με τα αιτήματα των εργατών που απεργούσαν. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύτηκε στον Λαϊκό Δρόμο (όργανο του Μ-Λ ΚΚΕ):
“Παρακολουθώντας και πάλι στον 902 στις 26 Νοέμβρη διαβάζουμε για την μεγαλύτερη απεργία που έγινε ποτέ στην Ινδία, όπου μάλιστα μας πληροφορεί πως το ΠΑΜΕ απέστειλε μήνυμα αλληλεγγύης στους Ινδούς εργαζόμενους και αγρότες. Που απέργησαν και κατέβηκαν στο δρόμο μαζικότατα, σχηματίζοντας εικόνες λαοθάλασσας, αψηφώντας την τρομοκρατία της ινδικής κυβέρνησης, παλεύοντας ενάντια σε αντιδραστικά-αντιλαϊκά μέτρα που επίσης με την ευκαιρία της κορονοϊού προωθεί η ινδική κυβέρνηση.”
Σε ακόμα ένα ζήτημα, οι οπορτουνιστές των λεγόμενων “μαρξιστικών-λενινιστικών” οργανώσεων, συμπορεύονται με το σοσιαλδημοκρατικό ΚΚΕ, ασχέτως με το αν διαφωνούν σε επί μέρους πρακτικές και αναλύσεις. Αυτό το τσουβάλιασμα εργατικών αγώνων και αγροτικών κινητοποιήσεων μαρτυρά ένα βαθύτερο πρόβλημα: την ανικανότητα των οπορτουνιστών να κατανοήσουν την συγκεκριμένη κατάσταση στην Ινδία.
Η σύγχυση αυτή διευκολύνεται από την διαταξικότητα της ίδιας της λέξης “αγρότης”, η οποία αποκρύπτει τις ταξικές σχέσεις στο εσωτερικό του αγροτικού πληθυσμού στην Ινδία. Δεν ανήκουν όλοι οι αγρότες στην ίδια τάξη και ούτε έχουν τα ίδια συμφέροντα. Οι φτωχές οικογένειες χωρικών από το Bihar που συνήθως έχουν στην κατοχή τους λιγότερο από ¼ ενός εκταρίου γης, το οποίο καλλιεργούν για να μπορούν να συμπληρώνουν στους ήδη χαμηλούς μισθούς τους, δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα με τους πλούσιους καπιταλιστές αγρότες στο Punjab που προσλαμβάνουν εργάτες γης από φτωχότερες περιοχές της Ινδίας και τους ανταμείβουν με μισθούς πείνας.
Παντού στον κόσμο, η ανάπτυξη του καπιταλισμού οδήγησε σε ταξικές διαφοροποιήσεις ΚΑΙ στην ύπαιθρο, συγκεκριμένα στην Ινδία μπορούμε να διακρίνουμε:
—τους εργάτες γης (agricultural proletarians), προλετάριους χωρίς καθόλου γη στην ιδιοκτησία τους, οι οποίοι αναγκάζονται να πουλούν την εργατική τους δύναμη ώστε να μπορούν να αγοράσουν τα μέσα επιβίωσής τους
—το αγροτικό ημι-προλεταριάτο (rural semi-proletariat), είτε χωρικούς με μικρή ιδιοκτησία, από την οποία συμπληρώνουν στους μισθούς τους, είτε χωρικούς που καλλιεργούν γη την οποία νοικιάζουν, οι οποίοι συχνά πουλούν αυτά που παράγουν απευθείας στους ενοικιαστές τους σε τιμές πολύ χαμηλότερες της ΕΤΣ
—τους μικροαστούς αγρότες (rural petty-bourgeoisie), συνήθως ιδιοκτήτες μικροπαραγωγούς, αυτά τα στρώματα βρίσκονται σε εξαιρετικά ασταθή ταξική θέση
—την “αστούς της υπαίθρου”
(rural bourgeoisie), οι
οποίοι ανήκουν στην καπιταλιστική τάξη και είτε είναι μεγαλογαιοκτήμονες που
απασχολούν εργατικά χέρια από τα οποία αρπάζουν την υπεραξία σε μαζική κλίμακα,
είτε κουλάκοι ιδιοκτήτες γης που συγκεντρώνουν νοίκια από γη την οποία
νοικιάζουν σε άλλους
Οι διαφορετικές τάξεις του αγροτικού τομέα έχουν αντικρουόμενα μεταξύ τους οικονομικά συμφέροντα. Όταν αναλύουμε τις αγροτικές διαδηλώσεις πρέπει να δίνουμε βάση στο παρακάτω ερώτημα: ποιανής τάξης τα συμφέροντα εξυπηρετούν τα αιτήματα των συγκεκριμένων διαδηλώσεων;
Πρώτα, πρέπει να κατανοήσουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση στην ινδική ύπαιθρο. Από τον συνολικό αγροτικό πληθυσμό, σχεδόν το 56% είναι εργάτες που δεν έχουν καθόλου ιδιοκτησία και βασίζονται στον μισθό τους για να επιβιώσουν. Από το υπόλοιπο 44% των ιδιοκτητών, το 67% είναι χωρικοί που έχουν στην κατοχή τους λιγότερο από ένα εκτάριο γης (λιγότερο 10 στρέμματα γης), το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι:
(1) το σύνολο του προϊόντος
που παράγουν καταναλώνεται από τους ίδιους και δεν πωλείται στην αγορά
(2) είναι παράλληλα μισθωτοί
εργάτες γης
(3) είναι εξαρτημένοι από
τοκογλυφικά δάνεια τα οποία χρησιμοποιούν για να αγοράσουν τα μέσα παραγωγής
που χρειάζονται για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους
Η ελληνική αριστερά δεν μπορεί να χωνέψει πως όλοι αυτοί οι εξοργισμένοι Σιχ αγρότες από το κρατίδιο του Punjab που διαδηλώνουν σήμερα στο Νέο Δελχί στην πραγματικότητα αποτελούν εκμεταλλευτές, γαιοκτήμονες, ενοικιαστές κουλάκους, και διαφόρων ειδών μεσάζοντες που θηρεύουν τα κέρδη τους απ’ την εργασία των φτωχών χωρικών και των προλετάριων που κατά κύριο λόγο απουσιάζουν από τις κινητοποιήσεις.
Στην πραγματικότητα, από την ΕΤΣ ωφελείται μόνο μια μειοψηφία πλούσιων αγροτών σε συγκεκριμένες περιοχές της Ινδίας. Σύμφωνα με μελέτες από το Κέντρο για την Μελέτη Περιφερειακής Ανάπτυξης (CSRD) του Πανεπιστημίου Τζαβαρχαλάλ Νεχρού στο Νέο Δελχί, οι περισσότεροι μικροί αγρότες δεν έχουν πρόσβαση στις mandis οπού οι κρατικοί φορείς αγοράζουν το αγροτικό προϊόν στην ΕΤΣ, καθώς τα κόστη αποθήκευσης και τα κόστη μεταφοράς σε εκείνες τις αγορές καθιστούν κάτι τέτοιο αδύνατο. Τον Ιανουάριο του 2015, πόρισμα Επιτροπής υπό τον βουλευτή Shanta Kumar δήλωνε πως κάτω από το 5.8% των ιδιοκτητών αγροτών πουλάει το ρύζι ή το σιτάρι του στο κράτος. Αντίθετα από τους πλούσιους μεγαλογαιοκτήμονες, οι μικροί αγρότες πουλάνε το προϊόν τους σε τιμές πολύ χαμηλότερες της ΕΤΣ.
Επίσης, η αποτελεσματικότητα και το ποσοστό εφαρμογής της ΕΤΣ διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Σε πλούσιες πολιτείες όπως το Punjab και η Haryana, πολιτείες που διαθέτουν πολύ καλές υποδομές, τα προϊόντα αγοράζονται από το κράτος σε ποσοστό έως και 95%. Από την άλλη, σε φτωχότερες πολιτείες όπως το Bihar, το κράτος αγοράζει λιγότερο από το 2% της συνολικής παραγωγής, αναγκάζοντας τους αγρότες να πουλάνε το προϊόν τους 25%-35% κάτω της ΕΤΣ.
Οι φτωχότεροι αγρότες πουλάνε την σοδειά στους πλούσιους αγρότες που λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ παραγωγού και κράτους. Οι ίδιοι μεγαλογαιοκτήμονες συχνά δίνουν στους φτωχότερους γείτονές τους τοκογλυφικά δάνεια, οδηγώντας τους δεύτερους στην σταδιακή προλεταριοποίηση. Συχνά, οι φτωχότεροι αγρότες καταλήγουν να πουλάνε την γη τους και να εργάζονται ως μισθωτοί. Οι πρώτοι δύο νόμοι από τους τρεις που ψηφίστηκαν τον Ιούνιο απλώς θα ανακατανείμουν αυτά τα κεφάλαια στο εσωτερικό του αστικού στρατοπέδου, περνώντας τα από την μία μερίδα της εκμεταλλεύτριας τάξης στην άλλη.
Επιπλέον, το γεγονός πως όλοι οι εργάτες και η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών είναι αγοραστές φαγητού ως εμπόρευμα προς ιδίαν κατανάλωση σημαίνει πως οποιαδήποτε αλλαγή στην τελική τιμή πώλησης των αγροτικών προϊόντων στην λιανική αγορά τους επηρεάζει άμεσα. Επομένως, από την στιγμή που υπάρχει άμεση αναλογία μεταξύ ΕΤΣ και των λιανικών τιμών στις οποίες οι εργάτες αγοράζουν τα τρόφιμα από την αγορά, μια οποιαδήποτε αύξηση της ΕΤΣ οδηγεί σε ταυτόχρονη αύξηση των λιανικών τιμών – πράγμα το οποίο λειτουργεί ως μείωση του πραγματικού μισθού των εργατών. Όλα αυτά τα χρόνια, οι διαρκώς αυξανόμενες τιμές των γεωργικών προϊόντων περισσότερο έβλαπταν τους μικρούς αγρότες παρά τους ευνοούσαν. Και ενώ οι τιμές των προϊόντων αυξανόντουσαν ανάλογα με την ΕΤΣ, τίποτα δεν διαβεβαιώνει ότι οι πρόσφατες αναδιατάξεις στον γεωργικό τομέα θα οδηγήσουν στην πτώση τους. Αυτό που χρειάζεται να γίνει ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν οι εργάτες στις αυξημένες τιμές των τροφίμων είναι να υπάρξουν πραγματικές αυξήσεις μισθών.
Η άμεση σχέση μεταξύ των αυξήσεων στις τιμές και τους μισθούς σημαίνει πως η εργατική τάξη πρέπει να αντισταθεί στον τρίτο νόμο, αυτόν που υποσκιάζεται από τους δύο προηγούμενους. Η συσσώρευση και η μονοπωλιακή διάθεση γεωργικών προϊόντων οδηγεί στην αύξηση των τιμών τους, συμπιέζοντας την αγοραστική αξία των μισθών προς τα κάτω.
Η διαμάχη μεταξύ μεγαλογαιοκτημόνων καπιταλιστών της υπαίθρου και μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων για την ΕΤΣ είναι μία διαμάχη για οικονομική και πολιτική εξουσία εξ ολοκλήρου στο εσωτερικό του αστικού στρατοπέδου. Το γεωργικό κεφάλαιο θέλει να διατηρήσει το υπάρχον υψηλό ποσοστό κέρδους του προϊόντος του που θεσπίζεται με την εφαρμογή της ΕΤΣ. Υψηλό ποσοστό κέρδους για την χονδρική πώληση γεωργικών προϊόντων σημαίνει πως το πρέπει να μετατίθεται αξία από τους μη-γεωργικούς τομείς στον γεωργικό τομέα, πράγμα που βλάπτει τα κέρδη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Είναι γνωστό πως οι υψηλές τιμές λιανικής πώλησης είναι το αποτέλεσμα της υφαρπαγής της υπεραξίας των εργατών. Για την ώρα, και οι δύο αυτές μερίδες της αστικής τάξης έχουν άμεσο συμφέρον από την διατήρηση των υψηλών τιμών λιανικής πώλησης των γεωργικών προϊόντων.
Ποιες είναι οι πολιτικές θέσεις που έχουν προκύψει μέσα από αυτήν τη διαμάχη και πως αυτές ανταποκρίνονται στις διάφορες κοινωνικές δυνάμεις εντός της Ινδικής κοινωνίας; Καταρχας, ο πρώτος ενεργός δράστης είναι το μονοπωλιακό κεφάλαιο που, με την υποστήριξη της κυβέρνησης Μόντι, θέλει την κατάργηση της ΕΤΣ. Απέναντι βρίσκονται οι πλούσιοι αγρότες που θέλουν την διατήρηση της ΕΤΣ, οργανωμένοι σε διάφορες αγροτικές ενώσεις και στηριζόμενοι από πολιτικά κόμματα όπως το σιχιστικό Shiromani Akali Dal και το φιλελεύθερο Κόμμα του Κογκρέσου. Παράλληλα, έχουμε τα σοσιαλδημοκρατικά ΚΚΙ και ΚΚ Ινδίας (Μαρξιστικό) που για ακόμα μια φορά επιλέγουν πλευρά σε αστικές διαμάχες και για ακόμα μια φορά προσπαθούν να υποτάξουν την εργατική τάξη στην ηγεσία στρωμάτων εχθρικών προς αυτήν. Τα διάφορα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς προσπαθούν να “μαγειρέψουν” πολιτικές προτάσεις μέσω των οποίων η πρόσβαση στην ΕΤΣ θα επεκτείνεται και στα φτωχότερα αγροτικά στρώματα. Τέλος, το ναξαλίτικο ΚΚΙ (Μαοϊκό), καθώς και μικρότερα κόμματα με αναφορά στον μαοϊσμό εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην ΕΤΣ ενώ παράλληλα αντιστέκονται στις φασιστικές πολιτικές της κυβέρνησης Μόντι. Συγκεκριμένα, ο γραμματέας Ganesh του ΚΚΙ (Μαοϊκού) στέλνει μήνυμα προς τους φτωχούς αγρότες λέγοντας: “Οι αυτοκτονίες δεν θα δώσουν λύση στα προβλήματα των αγροτών. Τα διάφορα δανειοληπτικά προγράμματα, η εφαρμογή της ΕΤΣ και οι προτάσεις της επιτροπής Swaminathan επίσης δεν θα δώσουν λύση στα προβλήματα των αγροτών” καταγγέλοντας ταυτόχρονα την κυβέρνηση για τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε στις κινητοποιήσεις.
Κάποιοι από τους πλούσιους αγρότες και τους κουλάκους κάνουν λόγο για “mazdoor-kisan solidarity”, δηλαδή “αλληλεγγύη εργατών-αγροτών” (στην βάση των συγκεκριμένων αιτημάτων). Όμως, πραγματική αλληλεγγύη μεταξύ τάξεων με ανταγωνιστικά συμφέροντα είναι αδύνατη. Οι πλούσιοι αγρότες ποτέ δεν θα αγωνιζόντουσαν για εργατικά αιτήματα όπως την απαγόρευση της ενοικίασης αγροτικών εκτάσεων και την επέκταση της εργατικής νομοθεσίας (οχτάωρη εργασία, κατώτατο βασικό μισθό και κοινωνική ασφάλιση) ώστε να ισχύει και για τους εργάτες γης.
Οι κομμουνιστικές δυνάμεις
πρέπει να στηρίξουν τα συγκεκριμένα συμφέροντα και την ανεξάρτητη θέση της
εργατικής τάξης κόντρα στον βάρβαρο ινδικό καπιταλισμό και τον βραχμανικό φασισμό. Οι κομμουνιστές στην
Ινδία υποστηρίζουν τα αιτήματα των εργατών και των φτωχών αγροτών για μόνιμη
απασχόληση και για επέκταση της εργατικής νομοθεσίας στο αγροτικό προλεταριάτο.
Οι επιχορηγήσεις για την ΕΤΣ πρέπει να διατεθούν για τις λαϊκές ανάγκες και όχι
να επενδύονται για τα κέρδη του γεωργικού κεφαλαίου. Τέλος, ας γίνει ξεκάθαρο πως οι
κομμουνιστές οφείλουν να αντιπαρατεθούν στον τρίτο νόμο καθώς αποτελεί ανοιχτή
επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη. Η εργατική τάξη οφείλει να μπει σε
επαναστατική πορεία και να ανατρέψει τους συσχετισμούς με το μέρος της. Για να
το πετύχει αυτό, πρέπει να είναι πρώτα σε θέση να διακρίνει το συμφέρον της
και να μην επιτρέπει στους ταξικούς της εχθρούς να την χρησιμοποιούν για τους
δικούς της σκοπούς. Ο παράγοντας της διεθνιστικής αλληλεγγύης είναι πολύ
σημαντικός, οι κομμουνιστές παντού στον κόσμο πρέπει να σταθούν δίπλα στην
εργατική τάξη της Ινδίας και να υποστηρίξουν τους αγώνες της.
Comments
Post a Comment